επαύλειος

επαύλειος
ἐπαύλειος, -ον (Α)
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην αυλή, που βρίσκεται στην αυλή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + αύλειος «αυτός που ανήκει στην αυλή»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”